νεκρωτικά

νεκρωτικά
νεκρωτικός
causing mortification
neut nom/voc/acc pl
νεκρωτικά̱ , νεκρωτικός
causing mortification
fem nom/voc/acc dual
νεκρωτικά̱ , νεκρωτικός
causing mortification
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • κομμίωμα — Παθολογικό παράγωγο οζώδους μορφής με νεκρωτικά στοιχεία, που σχετίζεται με την τριτογόνο (προχωρημένη) σύφιλη και με ορισμένες μυκητιάσεις (σποροτρίχωση, ακτινομυκητίαση, βλαστομυκητίαση). Τα κ. εντοπίζονται στο δέρμα, στους μυς, στα οστά, στα… …   Dictionary of Greek

  • νεκρωτικός — ή, ό (ΑΜ νεκρωτικός ή, όν) [νεκρώ] αυτός που προκαλεί νέκρωση («τῇ νεκρωτικῇ τῶν παθῶν ἐνεργείᾳ», Θεόδ. Στουδ.) νεοελλ. 1. αυτός που νεκρώθηκε, που εμφανίζει σημεία νέκρωσης 2. φρ. «νεκρωτικά φάρμακα» φάρμακα που, όταν έλθουν σε επαφή με ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”